- υποκλέπτομαι
- υποκλέπτομαι, υποκλάπηκα βλ. πίν. 224
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ὑποκλέπτομαι — ὑποκλέπτω steal from under pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποκλέπτω — ὑποκλέπτω ΝΜΑ, και υποκλέβω Ν οικειοποιούμαι, κλέβω κάτι με επιτήδειο τρόπο νεοελλ. 1. παρακολουθώ και ηχογραφώ παράνομα τηλεφωνική συνδιάλεξη τοποθετώντας ειδικό μηχανισμό («υπέκλεπταν τις συνομιλίες ακόμη και τού πρωθυπουργού») 2. αποσπώ κάτι… … Dictionary of Greek